- σωννύω
- Ασώζω.[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. τού σῴζω κατά τα ρ. σε -ννύω / -ννυμι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… … Dictionary of Greek